top of page

ΑΦΟΥ ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΑΠΟΝΕΥΡΩΜΕΝΟ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΕΣΕ?

Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΑ...

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΑΠΛΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ/ΘΗΚΗ/ΓΕΦΥΡΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΝΕΥΡΩΣΗ?

Όπως εξηγήσαμε ήδη παραπάνω, οι συνηθέστεροι λόγοι που καθιστούν μια θεραπεία μη αποδεκτή ή την οδηγούν σε αποτυχία είναι το να μην εντοπιστεί κάποιος ριζικός σωλήνας, να μην γίνει σωστή απολύμανση όλων των ριζικών σωλήνων μέχρι το άκρο της κάθε ρίζας, να μην πραγματοποιηθεί η ενδοδοντική θεραπεία κάτω από κατά το δυνατόν στείρο περιβάλλον απομονώνοντας πλήρως και στεγανά το σάλιο από το εσωτερικό της ρίζας του δοντιού, να μην εμφραχθούν κατά το δυνατόν ερμητικά οι ριζικοί σωλήνες ή μετά το πέρας μιας κατά τα άλλα άρτια εκτελεσμένης θεραπείας να μολυνθεί και πάλι το εσωτερικό της ρίζας είτε λόγω επανατερηδονισμού του δοντιού, είτε λόγω μιας κακής μη στεγανής προσθετικής αποκατάστασης (σφράγισμα, θήκη, γέφυρα κλπ).

 

Ανεξάρτητα από τον λόγο, για ένα δόντι που φέρει μια ενδοδοντική θεραπεία που δεν είναι ικανοποιητική, ή που παρότι είναι ικανοποιητική απέτυχε για λόγους που δεν σχετίζονται με αυτή, ισχύει περίπου ό, τι ισχύει για ένα δόντι που χρήζει αρχικής θεραπείας. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι ο πολφός λείπει ήδη εξορισμού και άρα δεν υπάρχει αίσθηση, οπότε ένα δόντι που είναι ήδη ενδοδοντικά θεραπευμένο δεν εκλύει πόνο ως απάντηση σε ερεθίσματα, όπως το κρύο, το γλυκό κλπ., εκτός και αν σε κάποια ρίζα δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένα στάδιο της ενδοδοντικής θεραπείας και ο πολφός σε αυτή τη ρίζα δεν έχει νεκρωθεί ακόμα και είναι ζωντανός. Στην πλειονότητα λοιπόν των περιπτώσεων ένα δόντι το οποίο είναι ήδη ενδοδοντικά θεραπευμένο είναι αδύνατον να εμφανίσει πόνο ενδεικτικό βλάβης μετά από εφαρμογή ερεθισμάτων και πολλές φορές μπορεί να έχει προσβληθεί σε βαθμό καταστροφικό από νέα τερηδόνα και ο ασθενής να μην έχει αντιληφθεί τίποτα. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να προκληθεί ακόμα και πολύ οξύς πόνος, ο οποίος όμως είναι αυτόματος και δεν σχετίζεται με κάποιο ερέθισμα. Ο πόνος μπορεί να εντοπίζεται μόνο όταν τα δόντια πατάνε μεταξύ τους κατά τη μάσηση. Άλλο σύμπτωμα πέραν του πόνου είναι το πρήξιμο και η εκροή πύου.

 

Η αντίδραση λοιπόν ποικίλει, αλλά το αποτέλεσμα σε ένα δόντι που φέρει μια ενδοδοντική θεραπεία που χρήζει επανάληψης είναι ίδιο. Τα μικρόβια που είτε εξαρχής δεν αφαιρέθηκαν ικανοποιητικά ή επαναμόλυναν μια κατά τα άλλα καλώς εκτελεσθείσα θεραπεία αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται μέσα στους ριζικούς σωλήνες, ταξιδεύουν κατά μήκος της ρίζας και μέσω της οπής που υπάρχει στο άκρο της ρίζας εξέρχονται στο περιβάλλον οστούν που στηρίζει το δόντι. Εκεί δημιουργούν απόστημα το οποίο ακόμα και αν είναι ασυμπτωματικό καταστρέφει το κόκαλο της γνάθου, δημιουργώντας οστικές αλλοιώσεις, ενώ μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει εκ νέου πολύ έντονο ή ήπιο πόνο, οίδημα και εκροή πύου παρότι το νεύρο του δοντιού δεν υπάρχει.

 

Ένα δόντι λοιπόν που χρήζει επανάληψης ενδοδοντικής θεραπείας μοιάζει επίσης με ωρολογιακή βόμβα μέσα στο στόμα μας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα δόντια που δεν έχουν απονευρωθεί ακόμα αλλά χρήζουν απονεύρωσης, προκαλώντας πόνο ποικίλης έντασης, οίδημα ή εκροή πύου. Ακόμα και αν δεν συμβεί ποτέ αυτό, σταδιακά το κόκαλο της γνάθου μπορεί να καταστραφεί εντελώς και το δόντι να εμφανίσει σταδιακά επιδεινούμενη κινητικότητα και τελικά να αποπέσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις η οστική απώλεια είναι πολύ μεγάλη δημιουργώντας προβλήματα στην προσθετική αποκατάσταση που θα τοποθετηθεί για να το αποκαταστήσει, είτε πρόκειται για μια αποκατάσταση που στηρίζεται σε παρακείμενα υπάρχοντα δόντια, αλλά πολύ περισσότερο όταν θέλουμε να τοποθετήσουμε εμφυτεύματα σε περιοχή όπου έχουμε έλλειμμα οστού και ούλων.

bottom of page